Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Περσιστί — in the Persian tongue indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσιστί — ΜΑ επίρρ. στην περσική γλώσσα, περσικά αρχ. σύμφωνα με τις συνήθειες τών Περσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσίζω + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. αττικισ τί)] … Dictionary of Greek